Γηροκομείου, μονή

Γηροκομείου, μονή
Ιστορική μονή των Πατρών. Ιδρύθηκε πιθανώς πριν από τον 10o αι. επάνω σε ερείπια άγνωστου αρχαίου κτίσματος. Η ονομασία της οφείλεται στο ότι κατά τους βυζαντινούς χρόνους η μονή συντηρούσε γηροκομείο. Κατά τη φραγκοκρατία την κατέλαβαν Σταυροφόροι Ναΐτες μοναχοί και αργότερα καθολικοί μοναχοί άλλων ταγμάτων. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν η επίσημη έδρα του μητροπολίτη Πατρών. Κατά τα Ορλοφικά (1770) και, αργότερα, κατά την Ελληνική Επανάσταση χρησιμοποιήθηκε συχνά ως οχυρωμένο στρατόπεδο πότε από τους Έλληνες και πότε από τους Τούρκους. Αξιομνημόνευτη είναι η νικηφόρα μάχη που έδωσε εκεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατά την πολιορκία των Πατρών στις 9 Μαρτίου 1822. Το καθολικό της μονής (Κοίμηση της Θεοτόκου) ανακαινίστηκε το 1807. Η εσωτερική αυλή της μονής Γηροκομείου στην Πάτρα, που ιδρύθηκε γύρω στον 10o αι. και συνδέθηκε με σημαντικά ιστορικά γεγονότα έως το 1822 (φωτ. Γ. Τζεβελέκη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Νεκτάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (381 397). Καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας και ήταν συγκλητικός. Αν και ήταν λαϊκός και μάλιστα αβάφτιστος, εξαιτίας της αγιότητας της ζωής του εκλέχτηκε Πατριάρχης …   Dictionary of Greek

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”